- σφάλμα
- το, ΝΜΑ [σφάλλω]παράπτωμα, λάθος (α. «δεν ομολογεί ποτέ το σφάλμα του» β. «πᾱν πρῆγμα τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι», Ηρόδ.)νεοελλ.1. αβλεψία, ανακρίβεια («ο λόγος του είναι γεμάτος φραστικά σφάλματα»)2. μαθημ. η διαφορά μεταξύ μιας αληθούς τιμής και μιας εκτίμησης ή προσέγγισης τής τιμής αυτής3. (ψυχολ.) διαφορά ανάμεσα στον παρατηρούμενο βαθμό και στον πραγματικό βαθμό ενός υποκειμένου σε δοκιμασίααρχ.1. σκόνταμμα, παραπάτημα2. (για χειρουργική επέμβαση) διολίσθηση3. αποτυχία, ήττα4. φρ. «σφάλματα ποιῶ» — γίνομαι αίτιος απωλειών (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.